προτριακάς

προτριακάς
-άδος, ἡ, Α
η πριν από την τριακοστή ημέρα, η εικοστή ένατη ημέρα τού μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τριακάς «τριακοστή ημέρα» (< τριάκοντα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”